- ἡμίτμητος
- ἡμί-τμητος, ον, ([etym.] τέμνω)A gloss on ἡμιδάϊκτος, Sch.Opp.H.2.287.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἡμίτμητος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημίτμητος — η, ο (Α ἡμίτμητος, ον) αυτός που έχει κοπεί στα δύο, ο διχοτομημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + τμη τος (< τέμνω, πρβλ. παθ. αόρ. ε τμή θην), πρβλ. ά τμη τος, δορί τμητος] … Dictionary of Greek
ἡμίτμητον — ἡμίτμητος masc/fem acc sg ἡμίτμητος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίτμητα — ἡμίτμητος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμίτμητε — ἡμίτμητος masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ԿԻՍԱԿՏՈՒՐ — ( ) NBH 1 1097 Chronological Sequence: 6c, 8c, 10c, 11c, 13c ա.մ. ἠμίτομος, ἠμιτμήτος dimidiatus. Կարեալ կիսով չափ. ընդ մէջ հատեալ. եւ Անկատար. թերատ. խեղ. *Կիսագօս գոլով. ասէ. գթա՛ ո՛վ թագաւոր ʼի կիսակտուր շնականս. Սահմ. ՟Թ: *Գունդ կիսակտուր՝… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)